- πλωτικός
- πλωτικόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλωτικός — ή, ό / πλωτικός, όν, ΝΑ [πλωτός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πλου («πλωτικά προβλήματα») 2. το θηλ. ως ουσ. η πλωτική η επιδεξιότητα στην πλεύση αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλωτικός έμπειρος ναύτης, θαλασσινός 2. φρ. «πλωτικὸς… … Dictionary of Greek
πλωτικῶν — πλωτικός fem gen pl πλωτικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτικόν — πλωτικός masc acc sg πλωτικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτικοῖς — πλωτικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτικωτάτους — πλωτικός masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτικῷ — πλωτικός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)